«Ό,τι ξέρουμε για το 1821 μοιάζει με αντεστραμμένο είδωλο στον καθρέφτη. Υπάρχουν δύο ‘21, αυτό των αρχόντων, των Φαναριωτών και της επίσημης διπλωματίας και αυτό του λαού και των προοδευτικών ανθρώπων όλου του κόσμου…» (Δ. Φωτιάδης, από την ιστορική μονογραφία «ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ»)
Πώς γίνεται η Καλαμάτα να έχει απελευθερωθεί από τον τουρκικό ζυγό στις 23 Μάρτη του 1821, αλλά να γιορτάζουμε την έναρξη της Επανάστασης στις 25 Μάρτη;
Η απάντηση είναι απλή: Έπρεπε ο ξεσηκωμός να εγκιβωτιστεί σε ένα σχήμα που θα εξυπηρετούσε τους επί τουρκοκρατίας εξουσιαστές του λαού που παρέμειναν τέτοιοι και μετά την Επανάσταση. Ανάμεσά τους οι σεβάσμιοι δεσποτάδες της εποχής. Και δεν μιλάμε για το τμήμα του κλήρου που συμμετείχε με συνέπεια και από την πρώτη στιγμή στον αγώνα, αλλά για κείνους τους “ταλαντευόμενους” της ιεραρχίας που σύρθηκαν να πάρουν μέρος και κυρίως εκείνους που τοποθετήθηκαν με αφοριστικό και αντεπαναστατικό μένος κατά της Επανάστασης. Κι αφού οι τελευταίοι δεν είχαν να επιστρατεύσουν τίποτα άλλο για να οικειοποιηθούν την Επανάσταση, επιστράτευσαν την Παναγία.
Ήταν 17 ολόκληρα χρόνια μετά την Επανάσταση, με διάταγμα του 1838, που ως εθνική γιορτή ορίστηκε η μέρα του Ευαγγελισμού ώστε το ιερατείο να καμώνεται ότι ευλόγησε τον ξεσηκωμό…
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ελαφρώς διαφορετική: Η σημαία της επανάστασης στην Πελοπόννησο σηκώθηκε στα Καλάβρυτα στις 21 Μάρτη και την ίδια μέρα στην Πάτρα από το λαογέννητο ηγέτη και δολοφονημένο αργότερα από τους προκρίτους, Παναγιώτη Καρατζά. Όσο για τον και “φιλικό” Παλαιών Πατρών Γερμανό, που όπως επιβεβαιώνουν τα απομνημονεύματά του απλώς… απουσίαζε, η πειραγμένη “ιστοριογραφία” θυμήθηκε να τον βάζει να «ευλογεί» τα όπλα – αφότου η Επανάσταση είχε ξεσπάσει και επιβληθεί – στην Αγία Λαύρα, μόνο που το συγκεκριμένο “γεγονός” ουδέποτε συνέβη…
Αντίθετα, εκείνο που συνέβη ήταν ότι οι ξεσηκωμένοι (ανάμεσά του και ο λαϊκός κλήρος) δεν άκουσαν τις «νουθεσίες» του ραγιαδισμού ούτε τις φοβέρες των φορέων του. Αυτοί, οι δεύτεροι, αντί του «Ελευθερία ή θάνατος» είχαν άλλη αντίληψη:
«Ας αφήσουμε τα παιδιά του Μωάμεθ να αποτελειώσουν τα παιδιά του Ροβεσπιέρου», έλεγαν (“Ο Κοινωνικός χαρακτήρας της Επανάστασης του 1821”, ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2, 2011)…
Ας δούμε τι έλεγαν τα «παιδιά του Ροβεσπιέρου» και γιατί δεν άρεσαν στο αρχοντολόι:
«Σ’ Ανατολή και Δύση και Νότον και Βοριά
για την πατρίδα όλοι να ‘χωμεν μία καρδιά
στην πίστη του καθένας ελεύθερος να ζει
στη δόξαν του πολέμου να τρέξωμεν μαζί
Βούλγαροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
αράπηδες και άσπροι, με μια κοινή ορμή,
για την Ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί
πως είμαστ’ αντρειωμένοι παντού να ξακουστεί.
Βούλγαροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί
Αράπηδες και άσπροι με μια κοινή ορμή
για την ελευθερία να ζώσουμε σπαθί
να σφάξουμε τους λύκους που το ζυγόν βαστούν
και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά
τους τυραννούν».
Αυτά έγραφε τότε ο Ρήγας Φεραίος. Έγραφε κι αυτά:
«Όταν η Διοίκησις βιάζη, αθετή, καταφρονή τα δίκαια του λαού και δεν εισακούη τα παράπονά του, το να κάμη τότε ο λαός ή κάθε μέρος του λαού επανάστασιν, να αρπάζη τα άρματα και να τιμωρήση τους τυράννους του, είναι (το) πλέον ιερόν από όλα τα δίκαιά του και το πλέον απαραίτητον από όλα τα χρέη του.
Αν ευρίσκωνται όμως εις τόπον, όπου είναι περισσότεροι τύραννοι, οι πλέον ανδρείοι πατριώται και φιλελεύθεροι πρέπει να πιάσουν τα περάσματα των δρόμων και τα ύψη των βουνών, εν όσω ν’ ανταμωθούν πολλοί, να πληθύνη ο αριθμός των, και τότε να αρχίσουν την επιδρομήν κατά των τυράννων (…)».
Κι επειδή έγραφε κι έλεγε αυτά, γι’ αυτό και ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ και οι αυλικοί του είχαν αποφανθεί ότι ο Ρήγας ήταν ένας «διεφθαρμένος τη φρένα»…
Όταν, δε, ο Ρήγας και οι σύντροφοί του δολοφονήθηκαν, οι …άνθρωποι του Θεού και …προστάτες του Γένους, αγαλλίασαν! Όπως έγραφε ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων, ο Ρήγας και οι σύντροφοί του «εσκόπευον να κάμουν επανάστασιν κατά του κραταιωτάτου Σουλτάνου αλλ’ ο μεγαλοδύναμος Θεός τους επαίδευσε κατά τας πράξεις των με τον θάνατον όπου τους έπρεπε (…)».
Έχουν κάποιο νόημα όλα αυτά ή μήπως να τα αγνοήσουμε και να το ρίξουμε στο τσάμικο αυτής της περίφημης…«εθνικής ομοψυχίας» και του «όλοι μαζί» που διακινούν αιώνες τώρα οι «από πάνω», οι οποίοι συνήθως απουσιάζουν και από το «όλοι» και από το «μαζί»;
Τι ήταν ο Παπαφλέσσας; Ο,τι κι αν του προσάψει κανείς (και όχι άδικα) δεν ήταν, ταυτόχρονα, ο φλογερός αγωνιστής που γνωρίζουμε; Για το λαό ναι. Αλλά οι κοτσαμπάσηδες και οι σεβάσμιοι δεσποτάδες είχαν άλλη άποψη.
Για παράδειγμα, και σύμφωνα με τα λόγια του Παλαιών Πατρών Γερμανού όπως καταγράφονται στα απομνημονεύματά του, ο Παπαφλέσσας – αυτός που θα μνημονεύεται στους αιώνες εξιλεωμένος για τα δικά του αμαρτήματα με τη θυσία του στο Μανιάκι – ήταν «… άνθρωπος απατεών και εξωλέστατος περί μηδενός άλλου φροντίζων ειμή τινί τρόπω να ερεθίση την ταραχήν του έθνους…».
Όταν ο Παπαφλέσσας συναντήθηκε με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό προσπαθώντας με αλήθειες και τεχνάσματα να ανάψει το φιτίλι για την Επανάσταση, ο τελευταίος αυτό το «πατριωτικό» του απάντησε: «Είσαι απατεώνας».
Ποιο το συμπέρασμα; Μήπως να αδιαφορήσουμε για την αλήθεια και να συνεχίσουμε το «εθνικό» τσάμικο εκείνων που όποτε ακούνε για «ελευθερία» και «δικαιώματα» βλέπουν «ταραχήν του έθνους»;
Τι ήταν το κίνημα του Υψηλάντη και του Σούτσου που ξεδιπλώθηκε τον Φλεβάρη του ’21 στην Μολδοβλαχία; Τι ήταν αυτή καθ’ αυτή η Επανάσταση του 1821; Αν μιλάμε για το λαό ήταν η λύτρωση. Ήταν το σάλπισμα για την διεκδίκηση της λευτεριάς και του δίκιου.
Για τους προύχοντες, όμως, τι ήταν; Για το «ιερατείο» των «κεφαλών του Έθνους» τι ήταν; Μας το πληροφορεί το φιρμάνι του αφορισμού (!) της Επανάστασης (ο αφορισμός εκτός από την υπογραφή του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, φέρει την υπογραφή του πατριάρχη Ιεροσολύμων, καθώς και, μεταξύ άλλων, των μητροπολιτών Καισαρείας, Νικομήδειας, Δέρκων, Ανδριανουπόλεως, Βιζύης, Σίφνου, Ηρακλείας, Νικαίας, Θεσσαλονίκης, Βέροιας, Διδυμοτείχου, Βάρνης, Φαναρίου, Ναυπάκτου, Χαλκηδόνος, Τυρνάβου…):
«… αμφότεροι (Υψηλάντης και Σούτσος) αλαζόνες και δοξομανείς, ή μάλλον ειπείν ματαιόφρονες εκήρυξαν του γένους την ελευθερίαν και με την φωνήν αυτήν εφείλκυσαν πολλούς των εκεί κακοήθεις και ανοήτους (…) έγινε γνωστή εις το πολυχρόνιον κράτος η ρίζα και η βάσις όλου αυτού του κακοήθους σχεδίου. Με τοιαύτας ραδιουργίας εσχημάτισαν την ολεθρίαν σκηνήν οι δύο ούτοι και τούτων συμπράκτορες φιλελεύθεροι, μάλλον δε μισελεύθεροι, και επεχείρησαν έργον μιαρόν, θεοσταγές και ασύνετον, θέλοντες να διακηρύξωσι την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας (…) Αντί λοιπόν φιλελευθέρων εφάνησαν μισελεύθεροι, και αντί φιλογενών και φιλοθρήσκων εφάνησαν μισογενείς, μισόθρησκοι και αντίθετοι, διοργανίζοντες, φευ, οι ασυνείδητοι με τα απονενοημένα κινήματά των την αγανάκτησιν της ευμενούς κραταιάς βασιλείας (…)».
Και οι εκπρόσωποι του …Θεού και του Έθνους φτάνουν στο διά ταύτα και «παραγγέλλουν»:
«Διά τούτο (…) συμβουλεύομεν και παραινούμεν και εντελλόμεθα και παραγγέλλομεν πάσιν υμίν (…) να διακηρύξητε την απάτην των ειρημένων κακοποιών και κακόβουλων ανθρώπων και να τους αποδείξητε και να τους στηλιτεύσητε πανταχού (…) Εκείνους δε τους ασεβείς πρωταιτίους και απονενοημένους φυγάδας και αποστάτας ολεθρίους να τους μισήτε και να τους αποστρέφεστε και διανοία και λόγω, καθότι και η εκκλησία και το γένος τούς έχει μεμισημένους, και επισωρεύει κατ’ αυτών τας παλαμναιοτάτας και φρικωδεστάτας αράς: ως μέλη σεσηπότα, τους έχει αποκεκομμένους της καθαράς και υγιαινούσης χριστιανικής ολομελείας. Ως παραβάται δε των θείων νόμων και κανονικών διατάξεων…αφορισμένοι υπάρχειεν και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι και μετά θάνατον (…)».
«Ωραίο δεν είναι το τσάμικο της… "εθνικής ομοψυχίας";»
Αυτά, λοιπόν, με τους «μέσα». Αλλά υπήρχαν και οι «φίλοι» μας οι «απ’ έξω». Ας πάμε να δούμε τι συνέβη και με τους «έξω». Ο λόγος στον Στρατηγό, τον Μακρυγιάννη (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη, Βιβλίον Γ’ Κεφάλαιον πέμπτον):
«Και παραδοθήκαμεν εις την τιμή εσάς των ομοθρήσκων μας Ρούσσων και Άγγλων και Γάλλων να μας σώσετε – κ’ εσείς οι φιλάνθρωποι τις πρώτες χρονιές πιάνατε ένα αθώον παιδί, ένα αρφανό, οπού γύρευε η τυραγνία να του πάρη την ζωή του και την τιμή του και θρησκεία του και με την βοήθεια του Θεού εσώθη· και οι τρεις εσείς το κιντυνεύετε να το πάτε πάλε εις την δικαιοσύνη του τύραγνου·(…) Τι φαντάζεστε, ότι μας βοηθήσετε, ή μας μολύνετε και μας αφανίσετε; Ξίκι να γίνεταν από ‘μας ήταν καλύτερα και το καλό σας και το κακό σας! Ευγνωμονούμεν οι Ελληνες γενικώς τους φιλανθρώπους υποκόγους σας, έχομεν χάριτες εις αυτούς τους ευεργέτες μας –καμμιά χάρη ‘σ εσάς της ανεμοδούρες, της διαφταρμένες μηχανές δεν έχομεν! Οι τίμιοι άνθρωποι να μην σας ακούσουνε! Ούτε το καλό σας θέλουν να τους κάμετε. Ας σας ευγνωμονήσουνε εκείνοι οπού τους δώσετε τα δάνεια και τα ‘φκειασαν λούσια και πολυτέλειες κι’ άλλα τοιούτα. Εκεινών εκάμετε καλό με τα δάνειά σας, του Αρμασπέρη, του Κωλέτη, του Μαυροκορδάτου, του Μεταξά και συντροφιές τους (…) δεν θέλω σας ξέρη, ούτε να σας ακούσω! Από αυτά όλα η πατρίδα κλονίζεται, από της οδηγίες της πατρικές των Πρέσβεων και δικώ μας ξενολάτρων».
Αυτά συνέβαιναν, γράφονταν και λέγονταν δυο αιώνες προ ΝΑΤΟ και προ ΕΕ. Και μάλλον δεν χρειάζεται κάποιο πιο επίκαιρο σχόλιο.
Η Επανάσταση του ’21, εθνικοαπελευθερωτική στη μορφή της και αστικοδημοκρατική στο περιεχόμενό της, παρά τις μεταγενέστερες προσπάθειες να ενδυθεί κάποιου τύπου θρησκευτικό μυστικισμό και να παρουσιαστεί – παρά ακόμα και τους δυο εμφυλίους κατά την διάρκειά της – σαν μια χωρίς εσωτερικές αντιθέσεις “υπερταξική” εθνική διαδικασία, είχε πρόδηλα κοινωνικό χαρακτήρα, που δεν θα μπορούσε παρά να ορίζεται από την ίδια την κινητήρια δύναμή της, την πρωτοπόρα σε εκείνη την ιστορική περίοδο, ανερχόμενη και ασφυκτιούσα σε συνθήκες φεουδαρχίας και οθωμανικής κατάκτησης, αστική τάξη:
“Ας εξετάση διακεκριμένως οποιοσδήποτε έλαβεν μέρος εις την Επανάστασιν, και θέλει ίδει ότι η τάξις των ξενιτευμένων λογιοτάτων και εμπόρων είναι ήτις πρώτη ετόλμησεν και εκίνησεν τον μοχλόν τούτον και έμβασεν και τους Προεστούς και τους Αρματωλούς εις τα αίματα», γράφει ο Σερραίος επαναστάτης Κασομούλης (“Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833”, εκδόσεις “Πάγκειος Επιτροπή”).
Ταυτόχρονα, όμως:
“Το ’21, μόνο με της πνευματικής-μας- αριστοκρατίας τη θέληση δεν έγινε, αλλά έγινε και ενάντια της θέλησής της. Η ανεξαρτησία δεν “εκμαιεύθηκε” από τη λογιωτατική Σοφία των – τάχατις – “Διδασκάλων του Γένους” (τους οποίους, ούτε είδαν ποτέ, οι τινάξαντες την Οθωμανική αυτοκρατορία στον αέρα). Πολύ περισσότερο δεν έγινε από κάτι θρυλούμενους φραγκολεβαντίνους και Ιγνάτιους, αλλά καταχτήθηκε από τα γιαταγάνια των Πελοποννήσιων και της Ρούμελης. Η επακολουθήσασα λευτεριά, τίποτις αυτουνών δεν τους χρωστάει. Αν, από τη θέλησή τους αυτό εξαρτιότανε, ακόμα φέσι θα φοράγαμε…”
και επίσης
“…η επανάσταση δεν έγινε μόνο για τους Τούρκους. (δεν ήσαν οι χειρότεροι…). Εγινε ενάντια και στο γδάρσιμο και τον κατατρεγμό απ’ τους προκρίτους – δηλαδή για το ξερίζωμα σύξυλου του ‘Τριαδικού” Τουρκοπαπαδοκοτζαμπασέικου καθεστώτος…” (Γιάννης Σκαρίμπας, “Το 1821 και η Αλήθεια”, εκδόσεις “Κάκτος”).
Καταληκτικά:
“Ο χαρακτήρας της επανάστασης καθορίζεται από το ποια τάξη ηγείται σ’ αυτήν προκειμένου να εδραιώσει τις σχέσεις παραγωγής με τις οποίες σχετίζεται, δηλαδή είναι ο φορέας τους. Ομως στις κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης, πέρα από την τάξη που ηγείται (στην προκειμένη περίπτωση την αστική), συμμετέχουν και κοινωνικές δυνάμεις που έχουν συμφέρον από την κατάργηση της παλιάς εξουσίας, αλλά και η εργατική τάξη που ήταν ήδη εκμεταλλευόμενη από τη νέα τάξη εξουσίας. Τέτοιες δυνάμεις, όπως η άκληρη αγροτιά και η φτωχολογιά των πόλεων, δεν είναι φορείς νέων σχέσεων παραγωγής» (“1821 Η Επανάσταση και οι απαρχές του Ελληνικού αστικού κράτους”, επιμέλεια Τμήμα ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 36)
Τα συμπεράσματα από όλα αυτά παραμένουν αναλλοίωτα:
Πρώτο: Τιμή και δόξα στην Επανάσταση του ’21. Τιμή και δόξα στους επαναστάτες, σε εκείνους που ανάμεσά τους δεν υπήρξε «κανένας φρόνιμος», όπως το λέει ο Κολοκοτρώνης.
Δεύτερο: Τιμή και δόξα στην «επαναστάτισσα Ελλάδα» που ύμνησε ο Πούσκιν και λάτρεψε ο Μπάιρον, τιμή και δόξα στον επαναστατημένο λαό που δεν αρνήθηκε το ευκταίο στο όνομα του «εφικτού», τιμή και δόξα στους«Καραισκάκηδες» που δεν διαπραγματεύτηκαν τον ξεσηκωμό τους με τον Μέτερνιχ.
Τρίτο: «Όσοι το χάλκεον χέρι του φόβου βαρύ αισθάνονται, ζυγόν δουλείας, ας έχουσι. Θέλει αρετήν και τόλμην η Ελευθερία» (Αντρέας Κάλβος). Η’ όπως το έλεγε 120 χρόνια μετά την Επανάσταση του ’21 ο ύμνος του ΕΛΑΣ:«Αντάρτης, κλέφτης, παλικάρι, πάντα είναι ο ίδιος ο λαός».
Τέταρτο: Ο λαός. Ο μόνος που μπορεί να βάζει τέλος στις τυραννίες. Που ακόμα κι όταν «χάνονται» οι Επαναστάσεις του, δεν έχει άλλο δρόμο από εκείνον που γράφει: «Πέθανε η Επανάσταση. Ζήτω η Επανάσταση»!
Πηγη: koutipandoras.gr (Νίκος Μπογιόπουλος)
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου